- κρασάς
- Οικισμός (26 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου.
* * *ο, θηλ. κρασού1. έμπορος ή παραγωγός κρασιού2. αυτός που πίνει πολύ κρασί, ο μπεκρής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρασάς — ο θηλ. κρασού 1. ο παραγωγός ή ο έμπορος κρασιού. 2. μπεκρής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek